- παρακαταβαίνω
- Α1. (για ιππείς) κατεβαίνω από το άλογο για να πολεμήσω πεζός, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω2. αποβιβάζομαι από πλοίο3. προεξέχω στα πλάγια («πήχεις δύο παρακαταβαίνων ἐπὶ τὴν στέγην», Αθήν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακαταβαινόντων — παρακαταβαίνω dismount pres part act masc/neut gen pl παρακαταβαίνω dismount pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταβαίνοντες — παρακαταβαίνω dismount pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταβαίνων — παρακαταβαίνω dismount pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταβάντες — παρακαταβαίνω dismount aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταβῆναι — παρακαταβαίνω dismount aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατάβασις — άσεως, ή, Α [παρακαταβαίνω] (ως νομ. όρος στο αττ. δίκ.) η απάντηση εκ μέρους τού κατηγορουμένου στην αναίρεση τής απολογίας του εκ μέρους τού κατηγόρου, ανταπάντηση («προτέρων τε καὶ ὑστέρων λήξεις ἀποκρίσεών τε ἀνάγκας καὶ παρακαταβάσεων», Πλάτ … Dictionary of Greek